- αἰσθητηρίου
- αἰσθητήριονorgan of senseneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
Παπαϊωάννου, Λουκάς — (1831 – 1890). Κορυφαίος Έλληνας γιατρός και συγγραφέας ιατρικών έργων. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας (1856), και μετεκπαιδεύτηκε στην Ευρώπη. Άσκησε το επάγγελμά του στην ιδιαίτερη πατρίδα του Αράχοβα … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… … Dictionary of Greek
αντήχηση — Το φαινόμενο της ενίσχυσης του ήχου ο οποίος παράγεται μέσα σε έναν σχετικά περιορισμένο χώρο, εξαιτίας της συμβολής των ανακλώμενων κυμάνσεων. Για να συμβεί το φαινόμενο αυτό της α., πρέπει να υπάρχει μεταξύ των πηγών του ήχου και του εμποδίου… … Dictionary of Greek
κατώφλι — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία και στην ψυχολογία, για να υποδηλώσει τον ελάχιστο βαθμό έντασης τον οποίο πρέπει να φτάσουν διάφοροι τύποι φυσικής, χημικής ή ψυχοφυσικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση ορισμένων… … Dictionary of Greek
λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
οξυοσμία — η εξαιρετική ανάπτυξη τού αισθητηρίου τής όσφρησης, αλλ. οξυοσφρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. oxyosmie (< οξυ * + οσμή] … Dictionary of Greek
οσμώμαι — ὀσμῶμαι και επικ. τ. ὀδμῶμαι, άομαι (Α) [οσμή] 1. αντιλαμβάνομαι μέσω τού αισθητηρίου τής όσφρησης την οσμή που αναδίδει κάποιο πράγμα, οσφραίνομαι 2. έχω την αίσθηση τής όσφρησης 3. μτφ. α) προαισθάνομαι β) παρατηρώ ή καταλαβαίνω κάτι 4. (το ουδ … Dictionary of Greek